μανταφούνι

μανταφούνι
το
1. μικρό αγκυλωτό και οξύ εργαλείο με το οποίο ανοίγονται οπές στο έδαφος για μεταφύτευση φυντανιών από φυτώριο ή για φύτευση βολβών ή σπόρων, ιδίως οσπρίων
2. ναυτ. στον πληθ. τα μανταφούνια
λεπτά σχοινιά ραμμένα πάνω στα μεγάλα πανιά ιστιοφόρου που, όταν πνέει σφοδρός άνεμος, τα προσδένουν οι ναυτικοί μεταξύ τους για να συστέλλονται τα πανιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μανταφούνης — ο [μανταφούνι] αυτός που χειρίζεται το γεωργικό εργαλείο μανταφούνι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”